μια κατάσταση που αποδυναμώνει τα οστά, καθιστώντας τα εύθραυστα και πιο πιθανό να σπάσουν. Η οστεοπενία είναι επίσης ένας όρος που χρησιμοποιείται για την απώλεια οστικής πυκνότητας.
» Γλωσσάρι